-
1 θυίω
1 rage κασιγνήταν μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (W. Schulze: θύοισαν codd.) P. 3.33 ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις (W. Schulze: θύοις, θείαις codd. Strabonis) fr. 33d. 4. -
2 μένος
1 mightπατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον O. 8.70
κασιγνήταν μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ P. 3.32
ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα... τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский